- κερατίνωση
- ηκερατινοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεράτωση ή κερατίνωση — Δερματική νόσος. Χαρακτηρίζεται από περιγεγραμμένη πάχυνση της κερατίνης στιβάδας της επιδερμίδας και οφείλεται σε υπερπλασία (έντονη ανάπτυξη) ή σε αυξημένη συνοχή της. Το δέρμα, που προσβάλλεται από κ., απολεπίζεται πέντε ή δέκα φορές πιο αργά… … Dictionary of Greek